- κινυρίζω
- κινυρίζω και κιννυρίζω (Α)κινύρομαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινυρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινυρίζων — κινυρίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… … Dictionary of Greek
κιννυρίζω — (Α) βλ. κινυρίζω … Dictionary of Greek
μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
υποκινυρίζω — Μ ὑποκινύρομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κινυρίζω «θρηνώ, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek